τζαγκουρνομαδειούμαι

τζαγκουρνομαδειούμαι
Ν (για κάποιον που θρηνεί) γρατζουνίζομαι και ταυτοχρόνως τραβώ τις τρίχες τού κεφαλιού μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τζαγκουρνίζω + μαδειούμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”